υπερωικός

υπερωικός
-ή, -ό, Ν
γραμμ. (για φθόγγο) ουρανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερώα. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… …   Dictionary of Greek

  • αμυσχρός — ἀμυσχρός, ά, ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, ή, όν) αμόλυντος, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”